- νταής
- ο1. άνθρωπος γενναίος και ικανός για θαρραλέες πράξεις, παλικαράς2. (συν. με ειρωνική σημ.) άτομο που παριστάνει τον γενναίο, ψευτοπαλικαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dayi].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταής — ο (λ. τουρκ.), παλικαράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκιουλέκας — ο ο ψευτοπαληκαράς, ο νταής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
κάργας — ο (για πρόσ.) αυτός που επιδεικνύεται σαν παληκαράς, ο ψευτοπαληκαράς, ο νταής («μάς κάνει τον κάργα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάργα (ΙΙ) πρβλ. τη μσν. φρ. βοῶ τὴν κάργαν «κομπορρημονώ»] … Dictionary of Greek
μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… … Dictionary of Greek
κάργας — ο ψευτοπαλικαράς, νταής: Μη μου κάνεις εμένα τον κάργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσαβάκης — ο ο ψευτοπαλικαράς, νταής: Μας κάνει τον κουτσαβάκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεονταρής — λεονταρής, ο και λιονταρής, ο ο ψευτοπαλικαράς, ο νταής: Χθες στην ταβέρνα πιάστηκαν στα χέρια δυο λιονταρήδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάγκας — ο (λ. λατ.) 1. άτακτος στρατιώτης στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. 2. άνθρωπος του δρόμου, αλήτης, νταής: Στην ταβέρνα συχνάζανε μάγκες. 3. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός, κατεργάρης, επιτήδειος στον έρωτα: Είναι μάγκας και ξέρει να ρίχνει τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραμπούκος — ο θηλ. τραμπούκα 1. αυτός που δέχεται τραμπούκο (βλ. λ.), ο κομματάρχης που χρηματίζεται, ο εκλογέας που πουλά την ψήφο του: Οι τραμπούκοι νοθεύουν τις εκλογές. 2. μπράβος πολιτικού, ψευτοπαλικαράς, νταής: Οι τραμπούκοι δείρανε και τα καναν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)